- οἰχόμεναι
- οἴχομαιgopres part mp fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκοπή — (I) ἡ, Α κατασκόπευση που ενεργείται εκ τών προτέρων («ἐπὶ Καρίας ἐς προσκοπὴν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἰχόμεναι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκοπή (< σκοπή < σκέπτομαι), πρβλ. κατα σκοπή]. (II) ἡ, Α [προσκόπτω] 1. δυσαρέσκεια, απέχθεια 2.… … Dictionary of Greek